Αναρτήσεις

Εικόνα
ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ Ο Διονύσης βγήκε κτυπώντας την πόρτα με δύναμη. Ανέβηκε στην ταράτσα ν' ανασάνει. Το σπίτι τον έπνιγε. Νόμιζε πως θα σκάσει από το βάρος που 'χε θρονιαστεί στην ψυχή του, προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε άλλο το άγχος, την αγωνία, τον πανικό, τους λογαριασμούς, τα χρέη, τις δόσεις, τα δάνεια, τους ανέλπιδους κόπους, τη ζωή χωρίς αύριο, την γκρίνια και την ανασφάλεια της Λίτσας. Αυτή η αγκομαχούσα καθημερινότητα τον τρέλαινε. Θα 'θελε τόσο πολύ να γλιτώσει, να δραπετεύσει αδιαφορώντας για το κόστος. Άναψε ένα τσιγάρο ατενίζοντας το κενό που απλωνόταν μπροστά του.  «Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται κι όλοι εκείνοι που αποφασίζουν να πηδήξουν», σκέφτηκε και σκύβοντας, υπολόγισε την απόσταση μέχρι την άσφαλτο, θέλοντας, υποθετικά, να βεβαιωθεί πως αν τυχόν και τ' αποφάσιζε, δεν θα υπήρχε περίπτωση αποφυγής του μοιραίου. Το τέλος, υποθετικά πάντα, το 'θελε οριστικό και τελεσίδικο, χωρίς σακατιλίκια και
                                                        Ο σοφός Σταμάτησαν τη φάλαγγα δίπλα στην πηγή. Δέκα λεπτά όλα κι όλα που τους έδωσαν κι οι αιχμάλωτοι πολλοί, όρμησαν σπρώχνοντας, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, να προλάβουν. Οι πρώτοι που ξεδίψασαν παραμέρισαν ανακουφισμένοι και μόνο τότε πρόσεξαν το σοφό που κάθονταν δίπλα. «Γέροντα», πρόστρεξαν απελπισμένοι, «πες μας πως να λευτερωθούμε απ’  τα δεσμά μας». «Κάνετε τα δεσμά δεσμούς», αποκρίθηκε. «Μα πώς;», απόρησαν. «Έτσι!», είπε και παίρνοντας ένα κομμάτι αλυσίδας το μάζεψε μ’ έναν τρόπο που ξαφνικά βρέθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς κενά μεταξύ τους, ενωμένοι σε μια ανθρώπινη αλυσίδα αδιαίρετη κι αδιάσπαστη. «Έτσι!», επανέλαβε.         (Δημοσιεύτηκε το 2015 στη συλλογή πεζών και ποιημάτων             «Μαζί είμαστε πιο πολλοί κι από εμάς τους ίδιους»)